- συγκλητικός
- [синклитикос] εκ. член совета, сенатор,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
συγκλητικός — of senatorial rank masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλητικός — ή, ό / συγκλητικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύγκλητος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρωμαϊκή σύγκλητο (α. «συγκλητική τάξη» β. «συγκλητικοί πατέρες» τα μέλη τής ρωμαϊκής συγκλήτου) 2. το αρσ. ως ουσ. ο συγκλητικός μέλος τής ρωμαϊκής συγκλήτου 3. φρ.… … Dictionary of Greek
συγκλητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στη σύγκλητο ή έχει σχέση μ αυτήν: Η συγκλητική τάξη αποτελούσε την ανώτερη κοινωνική τάξη στην αρχαία Ρώμη. 2. ουσ., συγκλητικοί, οι αυτοί που ήταν μέλη της συγκλήτου: Ο Γάιος Γράκχος προσπάθησε να εμποδίσει τη σύγκλητο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκλητικῶν — συγκλητικός of senatorial rank fem gen pl συγκλητικός of senatorial rank masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλητικόν — συγκλητικός of senatorial rank masc acc sg συγκλητικός of senatorial rank neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλητικαί — συγκλητικός of senatorial rank fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλητικοῖς — συγκλητικός of senatorial rank masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλητικοί — συγκλητικός of senatorial rank masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλητικοῦ — συγκλητικός of senatorial rank masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλητικούς — συγκλητικός of senatorial rank masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλητικῆς — συγκλητικός of senatorial rank fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)